Ο Χαράλαμπος Γάππας διερευνά τις αντικρουόμενες δημογραφικές, στρατιωτικές και ανθρωπιστικές ατζέντες που στροβιλίστηκαν γύρω από μια αποστολή του 1919 στις ελληνικές κοινότητες του Καυκάσου που οργάνωσε η Ελλάδα.

Ο Χαράλαμπος είναι υποψήφιος διδάκτορας Ιστορίας στο UNC Chapel Hill.

Στο τέλος του Μεγάλου Πολέμου, η ελληνική κοινότητα στην Υπερκαυκασία αριθμούσε περίπου 200.000. Από αυτούς, 35.000 είχαν τη βάση τους στην περιοχή Τσάλκα, 45.000 στην Αμπχαζία και παρόμοιος αριθμός στην περιοχή της Αζαρίας και της Τιφλίδας, ενώ 70.000 ζούσαν στην περιοχή του Καρς. [1] Άλλοι 85.000 είχαν φτάσει ως πρόσφυγες από τον οθωμανικό Πόντο. [2] Για πολλά χρόνια η ιστορία αυτών των Ελλήνων έχει παραγκωνιστεί από την εστίαση στη Μικρασιατική Εκστρατεία και το ζήτημα του Πόντου. Κατά τη διάρκεια της αρχειακής έρευνας για τη μεταπτυχιακή μου διατριβή, και τώρα τη διδακτορική μου διατριβή, εντυπωσιάστηκα από τη σημασία που απέδιδε η κυβέρνηση Βενιζέλου στον Καύκασο. Όπως συνήθως, έχω επίσης μια οικογενειακή σύνδεση με αυτήν την κοινότητα. Ως εκ τούτου, αποφάσισα να εμβαθύνω σε αυτή την ιστορία.

Όπως ήταν αναμενόμενο, η παρουσία τόσων πολλών Ελλήνων στην περιοχή τράβηξε την προσοχή της ελληνικής κυβέρνησης στην Αθήνα. Τον Ιούλιο του 1919 έστειλε αποστολή στο Βατούμ, με επικεφαλής τον Ιωάννη Σταυριδάκη και τον Νίκο Καζαντζάκη (ο οποίος αργότερα έγινε διάσημος ως μυθιστοριογράφος) ενώ την αποστολή συμπλήρωναν οι συνταγματάρχης Ηρακλής Πολεμαρχάκης,  Ιωάννης Αγγελάκης,  Ιωάννης Κωνστανταράκης και ο λοχαγός Ραφαήλ. [3] Ένα άλλο μέλος ήταν ο Γεώργιος Ζορμπάς, ο ήρωας του μυθιστορήματος του Αλέξη Ζορμπά.ptain Raphael. [3] Another member was Georgios Zorbas, the hero of Alexis Zorbas’ novel.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΘΠΟΛΗ, 17 ΙΟΥΛΙΟΥ 1919: ΗΡΑΚΛΗΣ ΠΟΛΕΜΑΡΧΑΚΗΣ, ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΤΑΥΡΙΔΑΚΗΣ ΚΑΙ ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ.

Πρωταρχικό μέλημα της αποστολής τους ήταν να εξασφαλίσουν τις απαραίτητες προμήθειες για να σώσουν τις προαναφερθείσες ελληνικές κοινότητες από την πείνα, τον τύφο και την ισπανική γρίπη. [4] Το μέλλον των Ελλήνων του Καυκάσου έπρεπε επίσης να αποφασιστεί. Οι Έλληνες, ειδικά εκείνοι του Καρς, ήταν παράπλευρες απώλειες στον ρωσικό εμφύλιο πόλεμο, τις ξένες εισβολές και άλλες περιφερειακές συγκρούσεις μεταξύ Γεωργιανών, Αρμενίων, Ρώσων και Μουσουλμάνων. Δικαιολογημένα πολλοί αναζήτησαν τα απαραίτητα μέσα και έγγραφα για να μεταναστεύσουν στην Ελλάδα, είτε ατομικά είτε μέσω του Εθνικού Συμβουλίου των Ελλήνων του Πόντου στο Βατούμι. [5] Αυτή η επανεγκατάσταση ενθαρρύνθηκε από την ελληνική κυβέρνηση, η οποία ήλπιζε να αυξήσει τον ελληνικό πληθυσμό στη Μακεδονία και τη Θράκη. Όπως σημείωσε ο Καζαντζάκης σε μια από τις εκθέσεις του,

«Επομένως, είναι επιτακτική ανάγκη να υπάρξει άμεση μέριμνα για αυτούς τους Έλληνες. Νομίζω ότι είναι επίσης επιτακτική ανάγκη να μεταφερθούν άμεσα στην Ανατολική Μακεδονία – όπου θα έχουν φύγει οι [Έλληνες] πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία και τη Θράκη – και να εγκατασταθούν σε κενές εκτάσεις προκειμένου να αυξηθεί ο αραιός πληθυσμός εκεί και να ενισχυθεί σημαντικά η αγροτική παραγωγή της Ελλάδας. [6]»

Ωστόσο, το σχέδιο αυτό υπονομεύθηκε από διαφωνίες μεταξύ των μελών της αποστολής και της κυβέρνησης. [7] Μια περαιτέρω επιπλοκή ήταν ο Μητροπολίτης Τραπεζούντας Χρύσανθος και το Εθνικό Συμβούλιο του Πόντου, οι οποίοι επιθυμούσαν να κρατήσουν αυτούς τους ανθρώπους στον Καύκασο, ώστε να μπορέσουν να μετεγκατασταθούν στον Πόντο, όταν και αν γινόταν ανεξάρτητο κράτος. [8]

Όπως συνέβη, μεταξύ 1920 και 1923 οι περισσότεροι από τους Έλληνες της Υπερκαυκασίας, μετανάστευσαν στην Ελλάδα, αλλά περισσότερο από το ένα τρίτο από αυτούς πέθαναν από την έκθεση στις σκληρές συνθήκες των ορεινών περιοχών του Καρς και στα λιμάνια του Βατούμ και της Θεσσαλονίκης. [9] Η Ελληνική Αποστολή ήταν επίσης επιφορτισμένη με τη συλλογή και διαβίβαση πληροφοριών στην ελληνική κυβέρνηση, καθώς και με τη διεξαγωγή προπαγάνδας. Η κυβέρνηση είχε συνειδητοποιήσει ότι το μέλλον της μικρασιατικής της περιπέτειας και η εκπλήρωση των εθνικών της φιλοδοξιών εξαρτιόταν από πολλούς παράγοντες. Το τουρκικό εθνικιστικό κίνημα αναζητούσε διπλωματικές επαφές που θα ενίσχυαν το κύρος του και θα έφερναν, αν όχι συμμάχους, τουλάχιστον θετικά διακείμενους ουδέτερους. [10] Παράλληλα, ανταλλάσσονταν πληροφορίες μεταξύ της Αποστολής Σταυριδάκη και της Ελληνικής Στρατιωτικής Αποστολής στην Κωνσταντινούπολη, όπως η  έκθεση της 27ης Νοεμβρίου 1919 του αρχηγού της, συνταγματάρχη Κατεχάκη, προς το Υπουργείο Στρατιωτικών στην Αθήνα, όπου ανέφερε αναλυτικά τη δράση του Εμβέρ Πασά στο Αζερμπαϊτζάν σε συνεργασία με τους Τατάρους,  Σουλτανιστές και κεμαλιστές. [11] Εν τω μεταξύ, η Ελληνική Αποστολή στο Βατούμ ήταν επιφορτισμένη με τη χορήγηση ελληνικής ιθαγένειας σε κατοίκους εδαφών που προσαρτήθηκαν πρόσφατα από την Ελλάδα με τη Συνθήκη των Σεβρών, όπως οι Έλληνες και οι Αρμένιοι της Θράκης. [12]

Η Αποστολή Σταυριδάκη ήταν έτσι η κύρια πηγή πληροφόρησης της ελληνικής κυβέρνησης για την περιοχή, συμβάλλοντας στη διαμόρφωση της πολιτικής της. Χαρακτηριστικά από αυτή την άποψη είναι τα τηλεγραφήματα που έστειλε η Αποστολή ως απάντηση σε κύριο άρθρο του φιλοβενιζελικού Ελεύθερου Τύπου. Στο άρθρο του ο Ανδρέας Καβαφάκης (δολοφονήθηκε από βασιλόφρονες τον Φεβρουάριο του 1922) κατήγγειλε «τον ρωσικό μοσχοβίτικο ιμπεριαλισμό που προσπαθεί να ανασυγκροτηθεί στον αστερισμό των κρατών» και κάλεσε την ελληνική κυβέρνηση να υποστηρίξει την ακεραιότητα και την ανεξαρτησία της Ουκρανίας και της Γεωργίας. [13]

ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΑ ΤΟΥ ΤΗΛΕΓΡΑΦΗΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΙΔΑΚΗ ΤΗΣ 23ΗΣ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1919.

Γράφοντας από την Τιφλίδα στις 23 Σεπτεμβρίου 1919 στον Έλληνα υπουργό Εξωτερικών, ο Σταυριδάκης παρατήρησε ότι: «Η γεωργιανή αποστολή στην Αθήνα επέστρεψε, φέρνοντας μαζί της το άρθρο που δημοσιεύθηκε στις 14 Αυγούστου στον “Ελεύθερο Τύπο” υπό τον τίτλο “Κολχίδα”. Αναδημοσιεύεται στην ημιεπίσημη γεωργιανή εφημερίδα Borba. Η ρωσόφωνη εφημερίδα Tbilis απάντησε δημοσιεύοντας ένα άρθρο που προσβάλλει τόσο τον κ. Καβαφάκη όσο και την Ελλάδα. Εφιστώ την προσοχή της Αυτού Εξοχότητος στην κακή εντύπωση που έχουν δημιουργήσει μεταξύ των Ρώσων ενέργειες εχθρικές προς τη Ρωσία, όπως αυτή του κ. Καβαφάκη, καταστρέφοντας τη θετική εντύπωση που άφησαν οι εκστρατείες στην Ουκρανία και την Κριμαία και έχοντας ανεπιθύμητη επίδραση στη στάση της κυβέρνησης Ντενίκιν απέναντι στους Έλληνες της νότιας Ρωσίας. Ούτε ενισχύει τις ελληνο-γεωργιανές σχέσεις, διότι μας θέτει υπό υποψία ως αντιρώσους, γεγονός που μας υποχρεώνει να είμαστε πολύ προσεκτικοί απέναντι στους Γεωργιανούς». [14]

Ο υπουργός Εξωτερικών Πολίτης  έσπευσε να απαντήσει δίνοντας εντολή στον κ. Σταυριδάκη να «δημοσιεύσει επίσημη δήλωση, αν χρειαστεί, δηλώνοντας ότι η ευθύνη για τα άρθρα βαρύνει μόνο τους συγγραφείς, οι οποίοι δεν αντιπροσωπεύουν καθόλου τα συναισθήματα του ελληνικού λαού, οι οποίοι συνδέονται με τους ομοθρήσκους τους της Ρωσίας και της Γεωργίας με παραδοσιακά αισθήματα φιλίας». [15] Ο πρόωρος θάνατος του Σταυριδάκη από πνευμονία την παραμονή της Πρωτοχρονιάς του 1919, ενώ βρισκόταν σε τρένο από το Ερεβάν στην Τιφλίδα, στέρησε από την Αποστολή το ηγετικό της φως, που είχε εξαπολύσει τον υβριδικό πόλεμο της Ελλάδας στο μακρινό Ανατολικό Μέτωπο της Μικρασιατικής Εκστρατείας με τους λεπτούς χειρισμούς που απαιτούσε. [16]

Σημειώσεις

[1] Ιωάννης Κ. Χασιώτης, «Ο αγώνας για την κυριαρχία στην Υπερκαυκασία η και η ‘έξοδος’ των Ελλήνων (1917-1921)», στο Χασιώτης, Οι Έλληνες της Ρωσίας και της Σοβιετικής Ένωσης, οργάνωση και ιδεολογία  οργάνωση και ιδεολογία, (Θεσσαλονίκη: University Studio Press, 1997), σ. 259-291. Στυλιανός Β. Μαυρογένους, «Το κυβερνείο του Καρς του Αντικαυκάσου, Θεσσαλονίκη», σ. 196-200.

[2] Χασιώτης, Έλληνες της Ρωσίας, σ. 269.

[3] Epoche 23 Ιουλίου 1919.

[4] Χριστόφορος Τσερτίκ, «Στις επάλξεις του Καρς» (Λάρισα: ιδιωτική εκτύπωση, 1985), σ. 131-132.

[5] Καλτσίδης Ιωάννης, «Ο Ελληνισμός του Καυκάσου και οι περιπέτειές του» (ανέκδοτα απομνημονεύματα, 1963), σ. 117, 119. Προσωπικό αρχείο του καθηγητή Κωνσταντίνου Φωτιάδη.

[6] Ν. Καζαντζάκης προς Σ. Σίμο και Ε. Βενιζέλο, 28 Ιουλίου 1919. Υπηρεσία Διπλωματικού και Ιστορικού Αρχείου Υπουργείου Εξωτερικών της Ελλάδος (εφεξής ΣΔΑΜΦΑ) 1919/Α/4, σ.ν. 6086, 28/08/1919.

[7] Γενικός Διοικητής Μακεδονίας 25 Μαρτίου 1920 και Α. Αδοσίδης προς Υπουργεία Εσωτερικών, Εξωτερικών, Γεωργίας και Πρόνοιας, 5 Απριλίου 1920. ΣΔΑΜΦΑ 1920/Α/, 4δ, π.ν. 8233/666.

[8] Ο Επίσκοπος Τραπεζούντας Χρύσανθος προς τον Έλληνα Πρόεδρο, 18 Μαρτίου 1920. ΣΔΑΜΦΑ 1920/ Α/4δ, σ.ν. 11492, 21/03/1920. Μαυρογένους, «Καρς», σ. 239, 240

[9] Μακεδονία, 1 Ιανουαρίου 1921.

[10] Ύπατη Αρμοστεία της Κωνσταντινουπόλεως προς το Υπουργείο Εξωτερικών, 4 Μαΐου 1921. SDHAMFA 1921/10,5/Α/5/ VI, σ.ν. 5255.

[11] Συνταγματάρχης Κατεχάκης (Ελληνική Στρατιωτική Αποστολή Κωνσταντινούπολης) στο Υπουργείο Στρατιωτικών (Αθήνα), 27 Νοεμβρίου 1919. SDHAMFA /1919/11,12/A/5/ VI, σ.ν. 12428.

[12] Προξενείο Βατούμ στην Ελληνική Ιεραποστολή, 19 Οκτωβρίου 1920. 1920/Γ/4, σ.ν. 305.

[13] Ελεύθερος Τύπος, 29 Ιουλίου 1919.

[14] Σταυριδάκης (Τιφλίδα) προς το Υπουργείο Εξωτερικών, 23 Νοεμβρίου 1919. SDHAMFA 1919/27,9/Α/5 VI, σ.ν. 9584.

[15] Ν. Πολίτης (Παρίσι), Υπουργείο Εξωτερικών, 28 Νοεμβρίου 1919. ΣΔΑΜΦΑ 1919/30,9/Α/5 VI, σ.ν. 9662.

[16] Ελεύθερος Πόντος, 31 Δεκεμβρίου 1919.

ΕΙΚΟΝΑ: ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΤΥΠΟΣ (29 Ιουλίου 1919).